- ριμούλα
- η, Νβλ. ρεμούλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεμούλα — και ριμούλα, η, Ν 1. αρπαγή, λεηλασία ξένης περιουσίας με βίαιο τρόπο 2. υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων τού δημοσίου από δημόσιο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rimula «ρήγμα»] … Dictionary of Greek